- ηγεμόσυνα
- ἡγεμόσυνα, τά (Α)(ενν. ιερά) ευχαριστήρια θυσία για ασφαλή καθοδήγηση.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *ηγεμόσυνος (< ηγεμών + -οσυνος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡγεμόσυνα — thank offerings for safe conduct neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)